πορτοκαλιά

πορτοκαλιά
(κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο-πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με την ποικιλία. Υπάρχουν μερικές δεκάδες ποικιλίες με σάρκα ξανθιά (κοινή, ομφαλοφόρο ή Μέρλιν, οβάλε ή Καλαβρίας, μαλτέζικο) ή κόκκινη (σαγκουίνια κοινά, ταρόκο, μόρο κλπ.). Από τα άνθη της π., που είναι λευκά και εύοσμα, εξάγεται αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αρωματοποιία. Οι καρποί καταναλώνονται γενικά νωποί, χρησιμοποιούνται όμως και για την παρασκευή πορτοκαλάδας, μαρμελάδων και γλυκισμάτων. Στην Ελλάδα οι κυριότερες περιοχές παραγωγής πορτοκαλιών είναι: Λακωνία, Μεσσηνία, Κρήτη, Χίος, Άρτα, Κέρκυρα. Μεγάλες ποσότητες πορτοκαλιών εξάγονται κάθε χρόνο στις χώρες της κεντρικής (κυρίως Γερμανίας) και βόρειας Ευρώπης. Οι κυριότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι: α) Εγχώριες: Άρτας Σπάρτης, Χίου, Σουλτανί του Φόδελε, Λακνάτη. β) Ξενικές: Ομφαλοφόρο ή Μέρλιν, Θόμψων ομφαλοφόρο, Γιάφας, Γλυκοπορτόκαλα ή Ντόλτσα, Βαλέντσια, Αιματόσαρκο ή Σαγκουίνια. Πορτοκάλι. Μια αξιόλογη ποικιλία είναι η ταρόκο (τύπου σαγκουίνια), που έχει σχήμα ελαφρά ωοειδές, με φλοιό λεπτό και σάρκα εύγεστη.
* * *
και πορτοκαλέα, η, Ν βοτ.
κοινή ονομασία τού αειθαλούς φυτικού είδους Citrus sinensis τού γένους κίτρο, τής οικογένειας ρουτίδες, που ανήκει στα εσπεριδοειδή, μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τον εξαιρετικά εύγευστο και ωφελιμότατο καρπό του, το γνωστό πορτοκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. πορτοκάλι + κατάλ. -έα / -ιά (< πρβλ. μουρέα / μουριά: μούρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορτοκαλιά — η δέντρο που ανήκει στα εσπεριδοειδή: Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • λεμονοπορτοκαλιά — η βοτ. υβρίδιο λεμονιάς που προήλθε από διασταύρωσή της με πορτοκαλιά και που παράγει καρπούς σαν τα πορτοκάλια, αλλά με ξινό χυμό και άρωμα λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. λεμονοπορτοκαλέαι, μαρτυρείται από το 1859 στον Θεόδωρο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Carsten Høeg — (November 15 1896 in Aalborg April 3 1961) was a Danish professor of classic philology and a Juris Doctor at the University of Copenhagen from 1926. He earned his Ph.D with an ethnographic study of the Sarakatsani Greeks. He later published… …   Wikipedia

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αιματίτικος — η, ο [αιματίτης] (κυρίως για τα πορτοκάλια σαγκουίνια) ο κόκκινος σαν αίμα …   Dictionary of Greek

  • εδύχιο — το πόα με λουλούδια άσπρα, υποκίτρινα ή πορτοκαλιά τής οικογένειας ζιγγεβιρίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”